τροφικός

τροφικός
η , ό[ν]
1) относящийся к питанию; трофический (мед. ); 2) регулярное питание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τροφικός" в других словарях:

  • τροφικός — ή, ό / τροφικός, ή, όν, ΝΜΑ [τροφή] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη (α. «τροφικές διαταραχές» διαταραχές που οφείλονται σε τοπικές ή γενικές βλάβες τής θρέψεως ιστών ή οργάνων β. «τροφική δηλητηρίαση» δηλητηρίαση οφειλόμενη στη… …   Dictionary of Greek

  • τροφικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με τη θρέψη: Τροφικές διαταραχές. 2. που συντελεί στη θρέψη: Τροφικό νεύρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροφικῶν — τροφικός nursing fem gen pl τροφικός nursing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφικοῖς — τροφικός nursing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφική — τροφικός nursing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Oligotroph — An oligotroph is an organism that can live in an environment that offers very low levels of nutrients. They may be contrasted with copiotrophs, which prefer nutritionally rich environments. Oligotrophs are characterized by slow growth, low rates… …   Wikipedia

  • ξηροτροφικός — ξηροτροφικός, ή, όν (Α) (μόνο το ουδ. ως ουσ.) τo ξηροτροφικόν η εκτροφή ζώων τής ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το υγροτροφικόν, δηλ. την εκτροφή θαλάσσιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + τροφικός (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. υγρο τροφικός] …   Dictionary of Greek

  • υγροτροφικός — ή, όν, Α (για ζώα) αυτός που τρέφεται μέσα στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τροφικός, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ὑγροτρόφος (πρβλ. κοινο τροφικός)] …   Dictionary of Greek

  • κοινοτροφικός — κοινοτροφικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση 2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη) κοινή φύση ή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο τρόφος < κοινός + τρόφος (<… …   Dictionary of Greek

  • σαπροτροφικός — ή, ό και σαπρότροφος, η, ο βιολ. (για οργανισμό και ιδίως για μύκητα ή βακτήριο) αυτός που εξασφαλίζει την τροφή του από νεκρή ή σε κατάσταση αποικοδόμησης οργανική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprotrophic (< σαπρός + τροφικός /… …   Dictionary of Greek

  • βλεφαριδωτά — Ομοταξία μονοκύτταρων πρωτόζωων που ζουν κατά μάζες στα λιμνάζοντα νερά· ονομάζονται και εγχυματόζωα επειδή αναπτύσσονται πολύ εύκολα στα εγχύματα. Στα β., το κυτταρόπλασμα έχει διαφοροποιηθεί και σχηματίζει ειδικά μικρά όργανα, χρήσιμα στη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»